- ζύγαινα
- (zygaena). Ψάρι της οικογένειας των καρχαρινιδών, της τάξης των πλευροτρημάτων, με χαρακτηριστικό κεφάλι σε σχήμα Τ. Τα μάτια του βρίσκονται στα άκρα των δύο λοβών του κεφαλιού. Το στόμα, μεγάλο και τοξοειδές, φέρει ισχυρά μυτερά δόντια σε 3 ή 5 σειρές. Η ζ., της οποίας το μήκος φτάνει τα 3-4 μ. και το βάρος τα 400-700 κιλά, ζει συνήθως στους λασπώδεις βυθούς των θερμών θαλασσών, σε βάθος όχι μεγαλύτερο από 400 μ., όπου τρέφεται κυρίως με ψάρια αλλά και με κεφαλόποδα και καρκινοειδή. Γεννάει κάθε φορά 20-40 μικρά, μήκους 0,50 μ., εντελώς σχηματισμένα. Το κρέας της το προτιμούν ιδιαίτερα οι κάτοικοι των παράκτιων περιοχών της ανατολικής Ασίας.
Τα μάτια της ζύγαινας, ψαριού της οικογένειας των καρχαρινιδών, βρίσκονται στα άκρα των δύο λοβών του κεφαλιού της.
* * *η (Α ζύγαινα)ζωολ. παλαιότερη ονομασία τού γένους σφύρνα, πλαγιόστομων σελάχιων ιχθύων τής οικογένειας καρχαριίδεςνεοελλ.γένος λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας ζυγαινίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. -αινα (συχνή με ονομασίες ιχθύων), πρβλ. δράκ-αινα, φά(λ)λ-αινα].
Dictionary of Greek. 2013.